Τα οικονομικά της μελισσοκομίας στην Κύπρο


Στο 1,8 εκατ. ευρώ ανέρχεται η ετήσια συνεισφορά της παραγωγής μελιού στην αγορά της Κύπρου

Της Χάρις Βωβού

Το μέλι είναι διαχρονικά ένα από τα πιο ευεργετικά τρόφιμα για την υγεία του ανθρώπου. Στην Αρχαία Ελλάδα το μέλι χρησιμοποιείτο ως θεραπευτική τροφή, λόγω της αντιμικροβιακής δράσης του και της προστασίας των κυττάρων μας. Στην ιατρική επιστήμη κατέχει μια θέση ισχύος ενάντια στον πονόλαιμο, τον βήχα, τον πολλαπλασιασμό των ιών του κρυολογήματος, τη χοληστερόλη, τη στένωση των αρτηριών, καθώς και τον καρκίνο και των μεταστάσεων, όπως μας ενημερώνει μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο παιδοογκολόγος, δρ Λοΐζος Λοΐζου. Σε αναρτήσεις του ο δρ Λοΐζου μάς συμβουλεύει ότι «το μέλι έχει μόνο θρεπτικές ιδιότητες, είναι ισχυρό όπλο εναντίον των μικροβίων, που προκαλούν μολύνσεις και βοηθά στην επούλωση των πληγών». Αυτό λοιπόν το προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας προσφέρεται απλόχερα από την κυπριακή φύση στο τραπέζι μας. Μάλιστα διανύουμε τη χρονική περίοδο, όπου στην κυπριακή αγορά είναι πιο περιζήτητο, καθώς παρατηρείται να αυξάνεται η ζήτηση του μελιού κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες του έτους. 

Πώς μεταφράζονται λοιπόν αυτές οι πωλήσεις στη συνεισφορά της παραγωγής μελιού στην κυπριακή οικονομία; Σύμφωνα με τα δεδομένα που τηρεί ο Κλάδος Προστασίας Φυτών και Μελισσοκομίας του Τμήματος Γεωργίας, η κυπριακή παραγωγή μελιού καλύπτει περίπου το 45% των ετήσιων αναγκών του κράτους. Συγκεκριμένα, η παραγωγή του μελιού το 2021 ανήλθε σε 286 τόνους και η αξία της παραγωγής ανήλθε σε 1,8 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην παραγωγή μελιού, την άνοιξη του περασμένου έτους ανήλθε σε 67,79 τόνους, ενώ το καλοκαίρι σε 218,63. Ωστόσο, η αξία παραγωγής τις αντίστοιχες περιόδους ανήλθε σε 419,621 ευρώ και 1.353.321 ευρώ.  

Επίσης, σύμφωνα με τα περσινά στοιχεία του Κλάδου Προστασίας Φυτών και Μελισσοκομίας, ο συνολικός αριθμός των κυψελών ανήλθε σε 54.808. Αναλυτικότερα, οι περισσότερες κυψέλες καταγράφηκαν στη Λάρνακα (18.806), ακολουθούν η Πάφος με 12.947 κυψέλες, η Λεμεσός με 12.816 κυψέλες, η Λευκωσία με 9.388 και τέλος η Αμμόχωστος με 851 κυψέλες. Ωστόσο, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας πέρυσι, παρατηρήθηκαν απώλειες σε αριθμούς κυψελών που οδήγησαν αρκετούς μικρούς μελισσοκόμους να υποστούν πλήρη απώλεια κυψελών. Αυτό οδήγησε σε μειωμένη καταγραφή του αριθμού μελισσοκόμων (698), του αριθμού κυψελών (54.808) και σε μείωση της παραγωγής. 

Όσον αφορά στην απασχόληση στον τομέα της μελισσοκομίας, ως επαγγελματίες μελισσοκόμοι θεωρούνται οι κάτοχοι 150 κυψελών και άνω, ποσοστό που ανέρχεται στο 11%, αφού οι πλήρως απασχολούμενοι το 2021 ήταν 78, ενώ οι μερικώς απασχολούμενοι, δηλαδή όσοι έχουν λιγότερες από 150 κυψέλες, ήταν 620. Ειδικότερα, από τους πλήρως απασχολούμενους οι άνδρες ήταν 61 και οι γυναίκες 17, ενώ από τους μερικώς απασχολούμενους οι άνδρες ήταν 560 και οι γυναίκες 60. Συνεπώς, από τα δεδομένα προκύπτει ότι, το 89% των μελισσοκόμων ασκούν τη μελισσοκομία ως δεύτερο επάγγελμα για συμπληρωματικό εισόδημα.

Κάνοντας μια αναφορά στην κατανομή των ηλικιακών ομάδων των μελισσοκόμων που ασχολούνταν με τη μελισσοκομία κατά το έτος 2021, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι ήταν μεταξύ 40 με 64 ετών. Πιο αναλυτικά, στην ηλικιακή ομάδα από 40 έως 64 ετών ήταν 299 μελισσοκόμοι (43,52%), οι οποίοι κατείχαν 24.836 κυψέλες (48,14%), άνω των 65 ετών ήταν 209 μελισσοκόμοι (30,42%) που κατείχαν 16.516 κυψέλες (32%), ενώ τις λιγότερες κυψέλες 10.242 και ποσοστό 19,85% είχαν οι νεαρότεροι 179 μελισσοκόμοι (26,01%), ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει ότι παρόλο που υπάρχει μια μειωμένη συμμετοχή της ομάδας κάτω των 40 ετών, η συνεισφορά των νεαρών μελισσοκόμων εξακολουθεί να είναι σημαντική. Συγκρίνοντας μάλιστα το υψηλό ποσοστό 43,52% των νεαρών επαγγελματιών στον μελισσοκομικό τομέα της χώρας, με τον λιγοστό αριθμό των νέων γεωργών παγκύπρια, αποδεικνύεται η σημαντική συνεισφορά των νέων μελισσοκόμων στον τομέα.  

Φθάνοντας λοιπόν στην παραγωγή, αξίζει να αναφέρουμε ότι η μέση παραγωγή μελιού ανά κυψέλη στην Κύπρο κυμαίνεται στα 10 κιλά και κρίνεται πολύ μικρή σε σχέση με τη μέση παραγωγή ανά κυψέλη στην Ε.Ε.. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κλάδου Προστασίας Φυτών και Μελισσοκομίας, η μέση τιμή του παραγωγού για το μέλι που διαθέτει στην τοπική αγορά είναι γύρω στα 5,8 ευρώ το κιλό με τη μέση λιανική τιμή γύρω στα 10 ευρώ το κιλό, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή των εισαγόμενων μελιών, όπου η τιμή εισαγωγής από την Κίνα στην Ε.Ε. είναι γύρω στο 1,36 ευρώ το κιλό. 

Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές του μελιού 

Το θέμα των εισαγωγών επηρεάζει τη μελισσοκομία στην Κύπρο, καθώς από τη μια πλευρά είναι σημαντικές για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, αλλά από την άλλη αιωρείται η αξιοπιστία των ξένων μελιών που φθάνουν στη χώρα μας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, η συνολική ποσότητα εισαγωγών μελιού το 2021 ανήλθε σε 692.356 κιλά και συνολικά σε 2.066.942 ευρώ. Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο φέτος, από τον Ιανουάριο 2022 έως τον Ιούνιο 2022, η συνολική ποσότητα του εισαγόμενου μελιού ανήλθε σε 557.292 κιλά και 1.337.882 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, τις περισσότερες ποσότητες μελιού τις έχουμε εισάγει από την Ελλάδα με 396.912 κιλά, ακολουθεί η Κίνα με 111.360 κιλά και η Γερμανία και η Ισπανία με 20.624 και 20.442 κιλά, αντίστοιχα. Επίσης, το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους μέλι ήρθε από τη Βουλγαρία, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, το Ισραήλ, την Ιορδανία, το Νεπάλ και τη Νέα Ζηλανδία.  

Παρά τις μεγάλες ποσότητες εισαγωγών και το γεγονός ότι η ντόπια παραγωγή μελιού δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες όλων των καταναλωτών στην Κύπρο, το μέλι από τα κυπριακά άνθη εξάγεται σε διάφορες χώρες του πλανήτη. Συγκεκριμένα, η συνολική ποσότητα εξαγωγών μελιού το 2021 ανήλθε σε 11.155 κιλά και συνολικά σε 81.620 ευρώ. Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο φέτος, από τον Ιανουάριο του 2022 έως τον Ιούνιο του 2022, η συνολική ποσότητα μελιού που έχουμε εξάγει ανήλθε σε 3.462 κιλά και 24.250 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τις περισσότερες ποσότητες κυπριακού μελιού τις έχουμε εξάγει στο Ηνωμένο Βασίλειο με 3.322 κιλά, στη Νορβηγία με 97 κιλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με 43 κιλά. Ωστόσο, πέρυσι είχαμε εξάγει μέλι και σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο, όπως στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στη Σιγκαπούρη, στο Κουβέιτ, στο Κατάρ και στην Αυστραλία.  

Τι ισχύει με τη διέλευση μελιού από τα κατεχόμενα  

Μέλι για ανθρώπινη κατανάλωση επιτρέπεται να διέρχεται από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου μέσω της πράσινης γραμμής, σύμφωνα με την Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2007/330/ΕΚ). Όμως «επί του παρόντος δεν επιτρέπεται η διέλευση μελιού από την πράσινη γραμμή, λόγω της αδυναμίας των περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο να εφαρμόσουν πρόγραμμα παρακολούθησης και ελέγχου καταλοίπων των αντιβιοτικών ουσιών στο μέλι», εξηγεί στο Economy Today η κτηνίατρος των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Πόπη Κυριακίδου. 

Ρίχνοντας μια βαθύτερη ματιά στην Ευρωπαϊκή Απόφαση, οι όροι που πρέπει να τηρούνται για να είναι δυνατή η διέλευση του μελιού μέσω της πράσινης γραμμής από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι οι εξής:

1. Το μέλι πρέπει να παράγεται εξ ολοκλήρου από παραγωγούς που κατοικούν στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. 

2. Το μέλι μπορεί να μεταφέρεται είτε ασυσκεύαστο είτε συσκευασμένο σε ξεχωριστά κατάλληλα για διάθεση στην αγορά δοχεία, από επιχείρηση εξοπλισμένη για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο.   

3. Κάθε φορτίο μελιού πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο που εκδίδεται από το τουρκοκυπριακό εμπορικό επιμελητήριο. 

4. Προτού ξεκινήσει το εμπόριο μελιού, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες διοριζόμενοι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να λάβουν δέκα δείγματα μελιού από την αλυσίδα παραγωγής. Τα δείγματα αυτά πρέπει να αναλυθούν και τα αποτελέσματα των αναλύσεων πρέπει να διαβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Επιτροπή κοινοποιεί τα αποτελέσματα των αναλύσεων στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο. Οι αναλύσεις πρέπει να διενεργηθούν σε διαπιστευμένο εργαστήριο για έλεγχο για ξένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους στο μέλι. Με άλλα λόγια, κατά την εξέταση του μελιού θα πρέπει να υπάρχει απουσία των απαγορευμένων ουσιών (χλωραμφενικόλη, νιτροφουράνια) και των αντιβιοτικών φαρμάκων, καθώς και η παρουσία κατάλοιπων των  βαρέων μετάλλων και ορισμένων ουσιών να είναι εντός των επιτρεπόμενων ορίων. 

Η εξαιρετική ποιότητα του κυπριακού μελιού

Παρά τις λιγοστές ποσότητες της εγχώριας παραγωγής, το ντόπιο μέλι έχει διαπρέψει σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Αυτή τη διαπίστευση έρχεται να σφραγίσει ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Μελισσοκόμων, Πολύδωρος Κώστα, μιλώντας στο Economy Today, για την ποιότητα του κυπριακού μελιού. «Η ποικιλία της χλωρίδας σε συνδυασμό με το ξηροθερμικό κλίμα, δίνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που το κάνουν να ξεχωρίζει. Υπάρχουν διάφορα άνθη και αυτό είναι προτέρημα για να κάνει το μέλι να ξεχωρίσει και να σαρώνει τα βραβεία στους διεθνείς οργανισμούς», αναφέρει. 

Ο κ. Κώστα δεν παραλείπει να τονίσει ότι η εκλεκτική ποιότητα του μελιού που παράγεται στην Κύπρο, το καθιστά ένα προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας. «Πρόκειται για ένα δύσκολο και πολυέξοδο επάγγελμα, το οποίο ναι μεν δεν βγάζει ποσότητα κυπριακού μελιού ανά κυψέλη, αλλά έχει ποιότητα, την οποία δεν βρίσκεις σε άλλες χώρες», τονίζει. Όπως μας πληροφορεί, τρία είναι τα είδη μελιού που παράγονται στην Κύπρο: Ανθέων, θυμαρίσιο και πορτοκαλιάς, ενώ η τιμή τους ανέρχεται γύρω στα οκτώ με εννέα ευρώ το κιλό. «Το θυμάρι είναι πιο σκούρο, έχει πιο έντονη γεύση, ενώ το πορτοκάλι είναι πιο ξανθό με πιο λεπτή γεύση και άρωμα. Η επιλογή είναι καθαρά θέμα γούστου, γεύσης και μυρωδιάς», σχολιάζει. 

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο καταναλωτής το βάζει στην καθημερινότητά του, περισσότερο τους χειμερινούς μήνες, ενώ ερωτηθείς για το αν είναι ικανοποιητικός ο αριθμός του μελιού που παράγεται στη χώρα μας, απαντά αρνητικά. «Όχι, γιατί φέρνουν τα εισαγόμενα μέλια. Θα ήταν πιο σωστό να βρούμε κάποιους μηχανισμούς για να έχουμε περισσότερες ανθοφορίες στην Κύπρο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν πολλές ανθοφορίες, όπως για παράδειγμα η καστανιά, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερο όφελος στους μελισσοκόμους». Όσον αφορά στις εξαγωγές μελιού, ο κ. Κώστα συμβουλεύει να μη φθάσουμε σε σημείο να εξάγουμε κυπριακό μέλι και μετά να μην έχουμε για την εγχώρια αγορά.  

Κλίμα και ακρίβεια δυσκολεύουν τους μελισσοκόμους 

Το εισαγόμενο μέλι δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα στη μελισσοκομία. Η γενικότερη ακρίβεια, οι ασθένειες των μελισσών και οι κλιματικές συνθήκες της χώρας τη δυσκολεύουν, επίσης. Όπως αναφέρει ο κ. Κώστα, η παρατεταμένη υψηλή θερμοκρασία είναι εμπόδιο κατά τη νεκταροέκκριση του λουλουδιού, η σκόνη δεν αφήνει τις μέλισσες να συλλέξουν και τα σκαμπανεβάσματα της θερμοκρασίας τη μέρα και τη νύχτα στρεσάρουν τα άνθη, με αποτέλεσμα να μην παράγουν ικανοποιητικό νέκταρ και να μειώνεται η περίοδος των ανθισμένων ανθών. Επιπλέον, οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, του ηλεκτρισμού και των πρώτων υλών, όπως τα βάζα (των οποίων η τιμή έχει διπλασιαστεί εδώ και τρία χρόνια) και τα κιβώτια, τα οποία συντελούν στο να βγει το προϊόν προς πώληση, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα μέλια, φορτώνουν τον μελισσοκόμο με έξοδα πάνω από 70%, κόστος που καλείται να απορροφήσει ο ίδιος ο παραγωγός σε ευρώ, εξηγεί.    

Παρόλες τις δυσκολίες του επαγγέλματος, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Μελισσοκομίας εκφράζει τη δημιουργικότητά του. Ονειρεύεται ένα μεγάλο βοτανόκηπο για μικρούς και μεγάλους, ο οποίος θα χαρίζει στους επισκέπτες μια γλυκιά εκπαιδευτική εμπειρία. Στα σχέδια του Παγκύπριου Συνδέσμου Μελισσοκομίας είναι η δημιουργία ενός κέντρου πρότυπου μελισσοκομίας, το οποίο υπολογίζει ότι θα υλοποιηθεί με κρατικές και ιδιωτικές χορηγίες, προσβάσιμο από όλη την Κύπρο. Το κοινό θα έχει τη δυνατότητα, να ενημερώνεται μέσα από τα εργαστήρια μαζί με κτηνίατρο και γεωπόνο. Θα πραγματοποιούνται εκπαιδεύσεις, κατόπιν ραντεβού, για όσους θέλουν να γίνουν μελισσοκόμοι για λίγες μέρες, σε ένα στεγασμένο χώρο, ο οποίος στον βοτανόκηπό του θα φιλοξενεί κυψέλες για τεχνητή γονιμοποίηση με αυθεντικές πιστοποιημένες κυπριακές βασίλισσες, τις οποίες «είμαστε κοντά να τις χάσουμε», τονίζει. 

Η ανθεκτικότητα της κυπριακής μέλισσας 

Ο κ. Κώστα δίνει μεγάλη έμφαση στην επιβίωση της κυπριακής μέλισσας και συγκεκριμένα στη βασίλισσα, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη βαρρόα, ακάρεα δηλαδή που προκαλούν προβλήματα στην κυψέλη. «Είναι υπεύθυνα για την πρόκληση ασθενειών στις μέλισσες, καθώς πολλαπλασιάζονται και τρώνε τα φτερά τους και εξαφανίζονται». Στη θεραπεία αυτής της ασθένειας, ο κ. Κώστα αναφέρει ότι υπάρχει στήριξη προς τους μελισσοκόμους για παροχή φαρμάκων στις μέλισσες. Όσον αφορά στις εισαγωγές μελισσών από διάφορες χώρες του κόσμου, ο κ. Κώστα αναφέρει ότι εισάγουμε βασίλισσες με καλές και κακές συνέπειες, διότι δεν είναι εγκλιματισμένες στις καιρικές συνθήκες της Κύπρου. «Η κυπριακή μέλισσα έχει αναπτυγμένο το ένστικτο της άμυνας για να προστατεύεται από τη σφήκα και είναι πιο ανθεκτική στη ζέστη, σε σχέση με τις εισαγόμενες που είναι πιο επιρρεπείς στις ασθένειες». 

Όπως αναφέρει στο Economy Today η κτηνίατρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Μελισσοκόμων Γεωργία Μιχαηλίδου, η βαρρόα έφθασε στην Κύπρο τη δεκαετία του 1980, μέσω των εισαγωγών μελισσών από άλλες χώρες. Πρόκειται για την «πιο κακή αρρώστια των μελισσών, η οποία παρομοιάζεται με τσιμπούρι σκύλου», αναφέρει. «Η κυπριακή φυλή των μελισσών προσαρμόστηκε επί αιώνες στις περιβαλλοντικές συνθήκες της Κύπρου, είναι ιδιαίτερα επιθετική και έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει τις σφήκες». Ωστόσο, προσθέτει, μέλισσες εισάγονται από διάφορες χώρες, όπως την Ιταλία, τη Σλοβενία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. «Έξω οι μελισσοκόμοι, δουλεύουν με υβρίδια, δηλαδή διασταυρώνουν την κυπριακή με την εισαγόμενη για να επιλέξουν τα χαρακτηριστικά της», διευκρινίζει.  

«Πλέον οι μελισσοκόμοι διαλέγουν πιο ανθεκτικές βασίλισσες, στρέφονται σε πιο περιβαλλοντικές μεθόδους και χρησιμοποιούν βιολογικά φάρμακα (οξαλικό οξύ) χωρίς κατάλοιπα». Όπως τονίζει η ποιότητα του κυπριακού μελιού βρίσκεται σε «πολύ καλό επίπεδο», καθώς πρόκειται για «καθαρό μέλι». Η ίδια αναφέρει ότι ως σύνδεσμος παροτρύνουν τους νέους να ασχοληθούν με τη μελισσοκομία και να εκπαιδευτούν για να μπορούν να χειρίζονται κατάλληλα τις ασθένειες των μελισσών. «Αντιλαμβάνονται τη σημαντικότητα και υπάρχει ενδιαφέρον από νέους μελισσοκόμους, όμως ο ενθουσιασμός κρατά μόνο στην αρχή, μετά ασχολούνται με την παραγωγή μελιού μόνο σαν χόμπι για να παρέχουν μέλι στην οικογένειά τους». 

Η αξία της κυπριακής βασιλοτροφίας 

Σύμφωνα με στοιχεία του Κλάδου Προστασίας Φυτών και Μελισσοκομίας, για την πολύ μικρή μέση παραγωγή μελιού ανά κυψέλη στην Κύπρο, κύριος παράγοντας φαίνεται να είναι το μεγάλο ποσοστό της τάξης του 89% των μελισσοκόμων που ασχολούνται «ερασιτεχνικά» με τη μελισσοκομία. Αναφέρεται επίσης ότι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή είναι οι ξηροθερμικές συνθήκες στην Κύπρο και η επάρκεια μελισσοκομικής χλωρίδας, το υψηλό κόστος παραγωγής, οι απώλειες κυψελών λόγω της έντονης παρουσίας μελισσοφάγων και άλλων μεταναστευτικών πουλιών στην περιοχή, καθώς και λόγω εχθρών (ιδιαίτερα της βαρρόας) και ασθενειών. 

Όπως επιβεβαιώνει στο Economy Today ο βασιλοτρόφος Roger White, η κλιματική αλλαγή δυσκολεύει τη μελισσοκομία στην Κύπρο, τονίζοντας ότι ένα σοβαρό πρόβλημα είναι και η έλλειψη της ανθοφορίας. «Δεν έχουμε ποικιλία στην ανθοφορία, όπως κουμαριές ή κισσό, ενώ την άνοιξη έχουμε χαμηλή βροχόπτωση, ανομβρία και στεγνή γη», συμπληρώνει. Σύμφωνα με τον κ. White, μέλισσες, επιλεγμένες για τις συνθήκες της Κύπρου, έρχονται από την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία, ακόμη και από Τουρκία μέσω των κατεχομένων αφού, για παράδειγμα την άνοιξη κατά τη γονιμοποίησή τους στις πορτοκαλιές της Μόρφου, οι μέλισσες σκορπίζονται παντού, πετώντας μέχρι και 20 χιλιόμετρα.

Ο κ. White, έχοντας εμπειρία πάνω από 40 χρόνια στον μελισσοκομικό τομέα, επαναλαμβάνει ότι οι εισαγωγές μελιού είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για την αγορά, καθώς κινέζικο μέλι εμφιαλώνεται σε διάφορες χώρες. «Το κινέζικο μέλι πλημμυρίζει την παγκόσμια αγορά και είναι δύσκολο να δεις αν είναι εντάξει ή όχι». Σύμφωνα με τον έμπειρο βασιλοτρόφο, «η τιμή πώλησης του μελιού δεν συμφέρει να είναι κάτω από δέκα ευρώ το κιλό», την ώρα που στην κυπριακή αγορά πωλείται οκτώ με εννέα ευρώ το κιλό.  

«Προσπαθούμε να εξασκούμε καλή μελισσοκομία και να παράγουμε προϊόντα καλής ποιότητας», συμπληρώνει. Ο κ. White λέει ότι κατά την τεχνητή γονιμοποίηση χρησιμοποιεί το γενετικό υλικό μπάκφαστ, το οποίο είναι ανθεκτικό προς τις καιρικές συνθήκες της Κύπρου και για την καταστολή του παράσιτου βαρρόα, το οποίο «μας ταλαιπωρεί εδώ και σαράντα χρόνια», τονίζει. Βασίλισσες από την Κύπρο εξάγονται σε διάφορες χώρες του κόσμου, όπως στην Ελλάδα, τη Φινλανδία, τη Σκωτία, την Αγγλία, τη Γαλλία, τον Λίβανο και τη Μέση Ανατολή μέσω της τεχνητής γονιμοποίησης, προσθέτει. Κληθείς να απαντήσει, αναφέρει ότι η τιμή πώλησης της βασίλισσας κυμαίνεται από 25 μέχρι 55 ευρώ για παραγωγή μελιού, ενώ η τιμή πώλησης της μάνας για βασιλοτροφία με τεχνητή παραγωγή κοστολογείται στα 350 ευρώ.

Πηγή https://economytoday.sigmalive.com

 

Νεότερη Παλαιότερη
1231

نموذج الاتصال