Οι καλλιέργειες αυτές αφορούν κυρίως σε ακρόδρυα, δηλαδή δέντρα ξηρών καρπών, όπως η καρυδιά, η φιστικιά, η αμυγδαλιά, η καστανιά και η φουντουκιά, που οι στρεμματικές αποδόσεις κυμαίνονται από 400 έως και 1.000 ευρώ.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή του δένδρου που θα καλλιεργήσουν οι γεωργοί αποτελεί η ζήτηση που έχει το προϊόν που παράγει τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Γι’ αυτό και η καλλιέργεια των ξηρών καρπών φαντάζει ιδανική, δεδομένου δε ότι δεν έχουν ιδιαίτερες δυσκολίες στη συγκομιδή, αλλά και στην αποθήκευση. Επιπλέον, η επιλογή γίνεται με βάση τα έξοδα παραγωγής, την ευκολία της καλλιέργειας, αλλά και με το αν μπορούν να κάνουν χρήση των μηχανημάτων που χρησιμοποιούσαν στις εκτατικές καλλιέργειες, καθώς και με το πόσο νερό απαιτούν.
Καρυδιά
Η καρυδιά είναι μια καλλιέργεια ιδιαίτερα αποδοτική, ωστόσο απαιτεί τουλάχιστον 5 χρόνια για να δώσει μια καλή παραγωγή, ενώ φτάνει στο peak στο 8ο έτος. Οι ποικιλίες που προτιμούν οι Ελληνες καλλιεργητές είναι οι Καλιφόρνιας ή γαλλικές, οι οποίες προσαρμόζονται σε κάθε έδαφος και υψόμετρο, από τον κάμπο μέχρι και τα 1.300 μέτρα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος καταστροφών από τους ανοιξιάτικους παγετούς.
Οι συγκεκριμένες ποικιλίες αφορούν μεν σε πιο μικρά δέντρα, αλλά σαφώς πιο παραγωγικά, και σε 3-4 χρόνια μπορούν να αποδώσουν καρπούς φτάνοντας στο 7ο έτος τους σε πολύ καλές αποδόσεις.
Η στρεμματική παραγωγή κυμαίνεται στα 400-600 κιλά το στρέμμα μετά το 8ο έτος, αρχίζοντας από το 5ο κιόλας έτος με μία παραγωγή περίπου στα 100 κιλά και άνω, που σταδιακά αυξάνεται.
Ωστόσο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για τα δέντρα τουρκικής προέλευσης, τα οποία παράγουν καρπούς και κατά το παρελθόν έχουν καταστρέψει οικονομικά όσους τα επέλεξαν.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα που έχει η καλλιέργεια της καρυδιάς, η τιμή αγοράς κάθε δενδρυλλίου κυμαίνεται από 15-30 ευρώ, ενώ το κόστος για την πρώτη εγκατάσταση κινείται μεταξύ 400-600 ευρώ το στρέμμα. Αντίστοιχα, οι ανάγκες λίπανσης, ενώ ήταν στα 40-50 ευρώ ανά στρέμμα, με την εκτόξευση του κόστους των λιπασμάτων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ξεπερνούν τα 100 ευρώ. Σημαντική επιβάρυνση για τους παραγωγούς καρυδιών θεωρούνται τα εργατικά και ο μηχανολογικός εξοπλισμός, ωστόσο αφορούν μόνο στην περίοδο συγκομιδής και ανέρχονται στα 400-500 ευρώ ανά στρέμμα.
Ως προς τις τιμές που θα εξασφαλίσει ο καρυδοπαραγωγός, οι ποικιλίες Καλιφόρνιας, όπως είναι η Chandler, που δίνει κατάλευκη ψίχα, ακόμη και στα δέντρα που καλλιεργούνται κάτω από τις υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες του κάμπου, αναμένεται να ξεπεράσει τα 2,70-2,80 ευρώ και να κυμανθεί πάνω από τα 3 ευρώ το κιλό για το άσπαστο, ενώ για την ψίχα μπορεί να διαμορφωθεί περίπου στα 12 ευρώ το κιλό.
Φιστικιά (Αιγίνης)
Υψηλά κέρδη στους αγρότες μπορεί να αποφέρει και η φιστικιά που παράγει τα κελυφωτά φιστίκια, γνωστά ως Αιγίνης, καθώς προσαρμόζεται εύκολα στην κλιματική αλλαγή και μπορεί να δώσει παραγωγή ακόμα και χωρίς άρδευση. Γι’ αυτό είναι περισσότερο κατάλληλη για περιοχές με μεγάλη ξηρασία, καθώς η υγρασία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Η φιστικιά ευδοκιμεί στη χώρα μας όχι μόνο στα νησιά, όπως η Αίγινα, αλλά και σε ηπειρωτικές περιοχές, όπως τα Μέγαρα Αττικής και η Κεντρική και Ανατολική Θεσσαλία.
Η παραγωγή ανά στρέμμα για εντελώς ξερική καλλιέργεια κυμαίνεται στα 100 με 150 κιλά, ανάλογα τη χρονιά, ενώ για τις αρδευόμενες φυτείες μπορεί να φθάσει και τα 250 με 300 κιλά. Αντίστοιχα, το καθαρό κέρδος κυμαίνεται από 500 μέχρι 800 ευρώ ανά στρέμμα.
Ωστόσο, οι παραγωγοί πρέπει να κάνουν υπομονή αρκετά χρόνια μέχρι να δουν τις καλλιέργειές του να δίνουν καρπούς. Ενδεικτικά, οι φιστικιές τα πρώτα έτη παράγουν 1-2 κιλά ανά δέντρο, ενώ σε πλήρη παραγωγή μπαίνουν μετά από 8-10 χρόνια. Σημειώνεται ότι μια κανονική απόδοση ανέρχεται στα 6-10 κιλά, ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας (15 ετών) μπορεί να δώσουν ακόμα και 15 κιλά καρπό, και τα άνω των 20 ετών ενδέχεται να αποδώσουν ακόμα και 20-30 κιλά ανά δέντρο.
Σχετικά με το ύψος της επένδυσης, το κόστος ενός «ενήλικου» δέντρου κυμαίνεται στα 3-4 ευρώ, ενώ τα έξοδα για λιπάσματα και φυτοπροστασία διαμορφώνονται στα 80-150 ευρώ το στρέμμα (με τις σημερινές αυξημένες τιμές) και 180-250 ευρώ αντίστοιχα.
Οι τιμές που απολαμβάνουν οι παραγωγοί την τρέχουσα περίοδο κυμαίνονται στα 6,5-6,8 ευρώ ανά κιλό για το ανοικτό φιστίκι και στα 5,5 ευρώ για το κλειστό, παρά την αυξημένη ζήτηση, όταν πέρυσι οι τιμές για το ανοιχτό ξεκινούσαν από τα 8 ευρώ και έφταναν ακόμη και στα 9,30 ευρώ το κιλό, ενώ για το κλειστό ήταν γύρω στα 8 ευρώ.
Αμυγδαλιά
Εύκολη και σχετικά φθηνή είναι και η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς, ενώ στα θετικά προσμετρώνται οι νέες ποικιλίες, οι αυτογόνιμες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι όψιμης άνθισης, γεγονός που εξασφαλίζει μια σταθερή ετήσια παραγωγή.
Η αμυγδαλιά μπορεί να αποδώσει τον πρώτο της καρπό συντομότερα σε σύγκριση με άλλα δέντρα, καθώς αρχίζει να παράγει καρπούς από το 3ο έτος φύτευσης μέχρι και το 70ό έτος, ενώ στην κορύφωση της καρποφορίας της βρίσκεται μετά το 7ο-8ο και οι στρεμματικές αποδόσεις κινούνται από 400 έως 700 κιλά.
Στα «ατού» της αμυγδαλιάς είναι και το γεγονός ότι οι νέες ποικιλίες μπορούν να αναπτυχθούν και σε εκτατική, πλήρως εκμηχανισμένη γη, καλύπτοντας ακόμα και εκατοντάδες στρέμματα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή μία αμυγδαλιά μπορεί να αποδώσει ακόμα και 25 κιλά, με τον παραγωγό να κερδίζει μέχρι και 800 ευρώ το στρέμμα.
Το κόστος δε για τα δέντρα ανέρχεται στα 100 ευρώ το στρέμμα, ενώ για λίπανση, άρδευση και φυτοπροστατευτικά μπορεί να φτάσει και τα 450 ευρώ.
Ως προς την τιμή, παρότι διεθνώς καταγράφεται μια μείωση της παραγωγής αμυγδάλου, η οποία φτάνει το 30% για την Ισπανία λόγω της ξηρασίας και το 11%-12% για τις ΗΠΑ, οι έμποροι προσέφεραν χαμηλές τιμές, δίνοντας κάτω από 2 ευρώ για το άσπαστο και περίπου 6 ευρώ για περυσινή ψίχα.
Για φέτος εκτιμάται ότι οι τιμές παραγωγού θα διαμορφωθούν πάνω από τα 2,20 ευρώ το κιλό και για την ποικιλία Φυρανιά κοντά στα 2,40-2,60 ευρώ, που μεταφράζονται σε τιμές ψίχας 6 και ίσως κοντά στα 7 ευρώ αντίστοιχα.
Φουντουκιά
Σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης παρουσιάζει και η φουντουκιά, κυρίως σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε θάλασσα ή είναι ημιορεινές.
Η καλλιέργειά της μπορεί να αποφέρει έσοδα στον παραγωγό ακόμα και 700 ευρώ ανά στρέμμα, καθώς έχει περιορισμένα έξοδα σε σχέση με άλλες καλλιέργειες. Αν και μία φουντουκιά είναι πλήρως παραγωγική στο 6ο με 7ο έτος από τη φύτευσή της, από το 3ο έτος αρχίζει να αποδίδει καρπούς. Υπό κανονικές συνθήκες παράγει 150-250 κιλά ανά στρέμμα, ενώ μετά την «ενηλικίωση» των δέντρων μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 300 κιλά, χωρίς να αποκλείονται στους σύγχρονους οπωρώνες και τα 400 κιλά.
Ως προς το κόστος πρώτης εγκατάστασης καλλιέργειας φουντουκιάς, διαμορφώνεται στα 550 ευρώ ανά στρέμμα, ενώ κάθε δενδρύλλιο πωλείται από 2-4,5 ευρώ. Αν κι έχει χαμηλά έξοδα για λίπανση και φυτοπροστασία, το κόστος άρδευσης είναι αυξημένο στα 100 ευρώ το στρέμμα.
Όσον αφορά στις τιμές χονδρικής στον παραγωγό, «παίζουν» συνήθως πάνω από τα 3 ευρώ, ωστόσο φέτος δεν αποκλείεται να αγγίξουν τα 5 ευρώ το κιλό.
Μάλιστα, πολλοί παραγωγοί φουντουκιών, εκτός από την καλλιέργεια, ασχολούνται όχι μόνο με την εμπορία, αλλά και τη μεταποίηση του προϊόντος σε βούτυρο, με σημαντική προστιθέμενη υπεραξία.
Καστανιά
Μια πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια είναι και η καστανιά, δεδομένης της υψηλής ζήτησης που εμφανίζει το προϊόν κυρίως στις αγορές του εξωτερικού, ενώ στα «συν» είναι το χαμηλό κόστος εγκατάστασης και η υψηλή απόδοση. Κάθε δέντρο μπορεί να δώσει από 30-50 κιλά κάστανα, ενώ στο μέγιστο της απόδοσης φτάνει στο 50ό-60ό έτος της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, η παραγωγή για τα παραδοσιακά υπεραιωνόβια δέντρα καστανιάς κυμαίνεται από 500 έως και 700 κιλά το στρέμμα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει ακόμα και τα 1.000 κιλά το στρέμμα.
Ωστόσο, φέτος οι τιμές από τους εμπόρους είναι ιδιαίτερα χαμηλές, κατρακυλώντας στα 1,5-2 ευρώ για τα έξτρα (30-40 κομμάτια το κιλό), ενώ για τα μικρότερα μεγέθη δόθηκε ακόμα και 1 ευρώ, κι όλα αυτά λόγω των προβλημάτων ποιότητας που παρουσιάστηκαν την τρέχουσα καλλιεργητική σεζόν. Αντίστοιχα πέρυσι, τα μεν έξτρα πουλήθηκαν μέχρι και 4,5 ευρώ το κιλό, ενώ μια μέση τιμή για τα κάστανα ήταν τα 2-3 ευρώ το κιλό.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η καστανιά, για να ευδοκιμήσει, πρέπει να καλλιεργείται σε περιοχές με υψόμετρο πάνω από 500 μέτρα και σε κλίμα δροσερό έως ψυχρό. Επιπλέον, η σύσταση του εδάφους πρέπει να είναι αμμώδης και να είναι βαθύ με καλή στράγγιση, ενώ «εχθρός» της είναι η παρουσία ανθρακικού ασβεστίου. Γι’ αυτό και το pH του εδάφους δεν πρέπει να ξεπερνά το 6,5.
(Γωγώ Κατσέλη - eleftherostypos.gr)